καταφρίσσω

καταφρίσσω
καταφρίσσω (Α)
(επιτ. τ. τού φρίσσω*) (κατά τον Ησύχ.) «καταπεφρικότες
δειλιῶντες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + φρίσσω «φρικιώ, τρέμω από τον φόβο μου»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταφρίξαι — καταφρίσσω aor inf act καταφρίξαῑ , καταφρίσσω aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφρίσσει — καταφρίσσω pres ind mp 2nd sg καταφρίσσω pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφρίττει — καταφρίσσω pres ind mp 2nd sg (attic) καταφρίσσω pres ind act 3rd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφρίττοντα — καταφρίσσω pres part act neut nom/voc/acc pl (attic) καταφρίσσω pres part act masc acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφρίττουσι — καταφρίσσω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταφρίσσω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφρίξαιμι — καταφρίσσω aor opt act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφρίττοντας — καταφρίσσω pres part act masc acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφρίττοντες — καταφρίσσω pres part act masc nom/voc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφρίττοντος — καταφρίσσω pres part act masc/neut gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφρίττουσα — καταφρίσσω pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”